- υπηνέμιος
- και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.)2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», Λουκιαν.)3. αυτός που προμηνύει άνεμο4. γεμάτος αέρα («ὑπηνέμια ὠά»i) άγονα αβγάii) κλούβια αβγά, Πλάτ., Αριστοτ.)5. μτφ. α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς ὑπηνέμιος», Νόνν.β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», Πλούτ.)β) (για πρόσ.) κούφιος, αλαζόνας, κομπαστήςγ) (για πράγμ. και καταστάσεις) κενός, μάταιος, αναποτελεσματικός («πάντα ἐκεῑνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», Λουκιαν.)6. φρ. α) «ὑπηνέμιον κύημα» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — ψευδής εγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι (Πλούτ.)β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το αβγό που γέννησε η Νύκτα μόνη της, χωρίς σπόρο (Αριστοφ.)γ) «ὑπηνέμιος παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα χωρίς αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἄνεμος + κατάλ. -ιος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.